μεγαλοπτολις

μεγαλοπτολις
    μεγαλόπτολις
    μεγᾰλόπτολις
    -ιος, атт. εως adj. f Pind. = μεγαλόπολις См. μεγαλοπολις

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μεγαλοπτολις" в других словарях:

  • μεγαλόπτολις — μεγαλόπτολις, ἡ (Α) βλ. μεγαλόπολη …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόπτολις — μεγαλόπολις fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλόπολη — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 430 μ., 5.114 κάτ.), του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένη κοντά στα ερείπια της ομώνυμης αρχαίας πόλης, η Μ. είναι η μεγαλύτερη κωμόπολη του νομού Αρκαδίας και μεταξύ 1961 και 1971 παρουσίασε τη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»